- συγκαθεύδησις
- συγκαθ-εύδησις, εως, ἡ,A sexual intercourse, Sch.DOd.23.346.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθεύδησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκαθεύδω] σαρκική ένωση, συνουσία … Dictionary of Greek
συγκαθευδήσεως — συγκαθευδήσεω̆ς , συγκαθεύδησις sexual intercourse fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)